παραγομένου

παραγομένου
παράγω
lead by
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αλατοπαραγωγή — η 1. παραγωγή αλατιού 2. η ποσότητα τού παραγόμενου αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + παραγωγή] …   Dictionary of Greek

  • γαλακτοκομία — Βλ. λ. γάλα. * * * η η τέχνη τής αύξησης τής ποσότητας τού παραγόμενου γάλακτος καθώς και διατήρησης και επεξεργασίας του για παραγωγή τών προϊόντων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δημήτριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ce. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος –οικογένεια των λανθανιδίων– και έχει ατομικό αριθμό 58. Έχει τέσσερα ισότοπα, όλα σταθερά. To δ. είναι αρκετά διαδεδομένο και αποτελεί το 0,0046% του γήινου φλοιού …   Dictionary of Greek

  • εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”